- ἁρμοδία
- ἁρμοδίᾱ , ἁρμόδιοςfitting togetherfem nom/voc/acc dualἁρμοδίᾱ , ἁρμόδιοςfitting togetherfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁρμόδια — ἁρμόδιος fitting together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοδίας — ἁρμοδίᾱς , ἁρμόδιος fitting together fem acc pl ἁρμοδίᾱς , ἁρμόδιος fitting together fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοδίαν — ἁρμοδίᾱν , ἁρμόδιος fitting together fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμόδι' — ἁρμόδια , ἁρμόδιος fitting together neut nom/voc/acc pl ἁρμόδιε , ἁρμόδιος fitting together masc voc sg ἁρμόδιαι , ἁρμόδιος fitting together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
διατίμηση — η (AM διατίμησις) [διατιμώ] νεοελλ. ο καθορισμός από την αρμόδια κρατική υπηρεσία τού ανώτατου ορίου τής τιμής τών εμπορευμάτων για τον πωλητή 2. ο καθορισμός αμοιβής για παρεχόμενη εργασία 3. πίνακας όπου αναγράφονται από την αρμόδια κρατική… … Dictionary of Greek
δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… … Dictionary of Greek
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek